denodado - ορισμός. Τι είναι το denodado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι denodado - ορισμός


denodado      
denodado, -a (del lat. "denotatus", famoso; lit.) adj. Tal que no se detiene por miedo ante el peligro: "Un grupo de hombres denodados se lanzó al ataque". Arrojado, bravo, *valiente. (form.) Se aplica al que no economiza esfuerzo en la defensa de una causa, y al propio esfuerzo: "Un denodado defensor de la democracia. Denodados esfuerzos". Decidido, esforzado.
denodado      
adj.
Intrépido, esforzado, atrevido.
denodado      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για denodado
1. Lo que no le ha evitado horas de cálculos y un esfuerzo denodado: ella y su novio -que mantienen sus respectivos domicilios- han recurrido al ordenador para confeccionar un cuadrante y que nadie salga perjudicado.
2. 07÷42 1528.– El cabildo de la ciudad de México instaura la ceremonia del Paseo del Pendón o del Estandarte de San Hipólito, para conmemorar el 13 de agosto de cada año, la toma de la ciudad de Tenochtitlán, en el aniversario de su caída. 1773. –Murió en Tlalpujahua, Michoacán, Ignacio López Rayón quien habría de significarse como valiente y denodado insurgente en la lucha de Independencia Nacional.
Τι είναι denodado - ορισμός